- σκυλοδόντης, σκυλοδόντα
- σκυλοδόντης, σκυλοδόντα και σκυλοδοντού, σκυλοδόντικο αυτός που έχει μεγάλα δόντια και σουβλερά.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.